μύρτοις

μύρτοις
μύρτον
myrtle-berry
neut dat pl
μύρτος
myrtle
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κορίαννο — το (Α κορίαννον και κορίαμβλον) το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.) αρχ. δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη τού χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”